φυγῇ — φυγή flight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγή — flight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγή — η, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό 2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.) γ) καταφυγή σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek
φύγῃ — φεύγω flee aor subj mp 2nd sg φεύγω flee aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγῆι — φυγῇ , φυγή flight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύγηι — φύγῃ , φεύγω flee aor subj mp 2nd sg φύγῃ , φεύγω flee aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Изгнание — • Φυγή, как и φεύγειν, означает собственно изгнание или высылку за границу, а затем в аттическом юридическом языке всякую жалобу, т. к. обвиненный имел право во всяком уголовном процессе уклониться от окончательного решения,… … Реальный словарь классических древностей
φυγαῖς — φυγή flight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγαῖσι — φυγή flight fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγαῖσιν — φυγή flight fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)